- παράθυρος
- -ον, Α1. αυτός που βρίσκεται δίπλα στη θύρα2. (το θηλ, ως ουσ.) ἡ παράθυρος(ενν. θύρα) η πλαϊνή θύρα3. το αρσ. ως ουσ. ὁ παράθυρος(ενν. Λίθος) λίθος που αποτελούσε μέρος τής πλαϊνής πόρτας.[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + -θυρος (< θύρα «πόρτα»].
Dictionary of Greek. 2013.